- πομφολυγώδης
- -ες, ΝΑ [πομφόλυξ, -υγος]όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες;νεοελλ.1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα»ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε αντιδράσεις τών φαρμακευτικών τοξικοδερμιών από λήψη φαρμάκων όπως το ιώδιο, το βρώμιο κ.ά. και οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους καλοήθεις2. μτφ. (για λόγο) κενός από νόημα ή περιεχόμενο, μάταιοςαρχ.ανυπόστατος, πλασματικός.
Dictionary of Greek. 2013.