πομφολυγώδης

πομφολυγώδης
-ες, ΝΑ [πομφόλυξ, -υγος]
όμοιος με πομφόλυγα ή γεμάτος πομφόλυγες;
νεοελλ.
1. φρ. «πομφολυγώδη νοσήματα»
ιατρ. νοσήματα που χαρακτηρίζονται από την ανάπτυξη πομφολύγων, όπως είναι οι πομφολυγώδεις δερματοπάθειες, οι οποίες συχνά οφείλονται σε αντιδράσεις τών φαρμακευτικών τοξικοδερμιών από λήψη φαρμάκων όπως το ιώδιο, το βρώμιο κ.ά. και οι οποίες είναι στην πλειονότητά τους καλοήθεις
2. μτφ. (για λόγο) κενός από νόημα ή περιεχόμενο, μάταιος
αρχ.
ανυπόστατος, πλασματικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πομφολυγώδης — like bubbles masc/fem acc pl (attic epic doric) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγώδη — πομφολυγώδης like bubbles neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) πομφολυγώδης like bubbles masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγῶδες — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem voc sg πομφολυγώδης like bubbles neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγώδεις — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem acc pl πομφολυγώδης like bubbles masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομφολυγώδους — πομφολυγώδης like bubbles masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • παγετώνας — Μάζα πάγου και χιονιού, που συγκεντρώνεται σε υψηλές ορεινές ή πολικές περιοχές και σχηματίζεται από τη συνάθροιση, διατήρηση και μετασχηματισμό των χιονοπτώσεων, η οποία όμως δεν παραμένει άκαμπτη, αλλά κινείται σε κεκλιμένο επίπεδο ως πλαστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”